ανεξασφάλιστος

ανεξασφάλιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει εξασφαλιστεί
2.αυτός που δεν έχει για εγγύηση περιουσιακά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 από τον νομικό και πολιτικό Θεόδωρο Φλογαΐτη στο περιοδικό σύγγραμμα Βύρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεξασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξασφαλίστηκε ή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί: Έτσι όμως θα μενε ανεξασφάλιστη η κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”